- ακαθαρτίζομαι
- ἀκαθαρτίζομαι (Α) [ἀκάθαρτος]είμαι ακάθαρτος, δεν έχω εξαγνιστεί με την κατάλληλη τελετουργία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακάθαρτος — η, ο (Α ἀκάθαρτος, ον) 1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος 2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος 3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος 4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί 5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει… … Dictionary of Greek